- περάσιμος
- -ον, Α [πέρασις]1. αυτός μέσα από τον οποίο μπορεί να περάσει κάποιος, ο διαβατός2. αυτός που αναφέρεται στη διάβαση, στο πέρασμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περάσιμος — περά̱σιμος , περάσιμος that may be crossed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περάσιμον — περά̱σιμον , περάσιμος that may be crossed masc/fem acc sg περά̱σιμον , περάσιμος that may be crossed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περασιμώτεραι — περᾱσιμώτεραι , περάσιμος that may be crossed fem nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περάσιμα — περά̱σιμα , περάσιμος that may be crossed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περάσιμοι — περά̱σιμοι , περάσιμος that may be crossed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)